Στό μήνα Νοέμβριο δεσπόζει ἡ Θεομητορική ἑορτή τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου. Μέ τή γιορτή αὐτή ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τό πάνσεπτο πρόσωπο τῆς Παναγίας μας. Ἡ ἑορτή ἀνήκει στόν κύκλο τῶν λεγομένων θεομητορικῶν ἑορτῶν καί περιλαμβάνει γεγονότα πού ἀνάγονται στόν καθόλου σχεδιασμό τῆς προπαρασκευῆς τῆς Μαρίας γιά τό μελλοντικό ρόλο πού ἔχει γι' αὐτήν προορίσει ὁ Θεός. Ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ οἰκονομεῖ τό σχέδιο τῆς πανανθρώπινης σωτηρίας μέσα ἀπό κάποιους διακριτούς ρόλους ὁρισμένων προσώπων, πού χρησιμοποιοῦνται γιά τό σκοπό αὐτό. Τά γεγονότα πού συνιστοῦν τήν ἑορτή περιγράφονται στό λεγόμενο πρωτευαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου. Τό κείμενο αὐτό ἀνήκει σέ μιά σειρά συγγραφῶν, πού ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας τά ὀνομάζει «Ἀπόκρυφα ἤ Ψευδεπίγραφα». Στά κείμενα αὐτά δηλαδή, καταχωρεῖται ὁ πυρήνας κάποιου γεγονότος, πού εἶχε σχέση μέ πρωταγωνιστικά πρόσωπα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Τό γεγονός ὅμως αὐτό ντύνεται στή συνέχεια μέ πολλά καί ποικίλα φανταστικά κατά τό πλεῖστο στοιχεῖα προκειμένου νά ἀποδώσουν ἐντυπωσιασμό καί ἔτσι τίθεται σέ κυκλοφορία. Γιά περισσότερο κῦρος ἐπιγράφονται μέ ὀνόματα ἀποστόλων ἤ ἄλλων καταξιωμένων προσώπων. Τά κείμενα αὐτά ὅμως γρήγορα ἀπομονώ-θηκαν καί μπῆκαν στό περιθώριο ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία τά ἀπέρριψε ὡς νόθα.
Πέρα ἀπό τά γενικά αὐτά ἡ ἑορτή τῶν Εἰσοδίων μᾶς δίνει τήν εὐκαιρία νά κάνουμε μιά ἀναφορά μέ ὅση δυνατή συντομία γίνεται γιά τή θέση τῆς γυναίκας στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας μας.
Εἶναι γνωστή ἡ τοποθέτηση τοῦ προχριστιανικοῦ κόσμου πρός τή γυναίκα, ἡ ὁποία στήν ἀρχαία Ἑλλάδα γιά παράδειγμα ἦταν φυλακι-σμένη στό γυναικωνίτη, δέσμια πολυτρόπων ἀντιλήψεων τῆς ἐποχῆς. Εἶναι ἐνδεικτική ἐν προκειμένῳ καί ἡ διατυπουμένη ἄποψη τῶν φιλοσοφούντων τῆς ἐποχῆς, ἡ ὁποία θεωροῦσε τή γυναίκα « ἕνα εἶδος ἀτελοῦς καί ἐλαττωματικοῦ ἄρρενος. Τό ἀνδρικό σπέρμα, πού κατά τή σύλληψη ὁδήγησε στή γέννηση θηλυκοῦ παιδιοῦ, ἦταν ἐλαττωματικό ἤ κατεστραμμένο». Ἕνας πυθαγόρειος ἀφορισμός, μέ μαθηματική σαφήνεια, ὁρίζει τά ἑξῆς: «ἀρχή τοῦ καλοῦ δημιουργεῖ τήν τάξη, τό φῶς, τόν ἄνδρα· ἡ ἀρχή τοῦ κακοῦ δημιουργεῖ τό χάος, τό σκοτάδι, τή γυναίκα». Ὁ Πλάτων εὐχαριστεῖ τούς θεούς πού γεννήθηκε ἐλεύθερος καί ἄνδρας. Αὐτές ἀλλά ἄλλες παρόμοιες ἀντιλήψεις πού εἶχαν διατυπωθεῖ, δείχνουν τό βαθμό ὑποτιμήσεως τοῦ θηλυκοῦ εἴδους σέ κατώτερο ὄν μέ ὅλες τίς γνωστές συνέπειες.
Τό Εὐαγγέλιο ἄνοιξε νέες προοπτικές γιά τήν θέση τῆς γυναίκας. Ἤδη ὁ ρόλος μιᾶς γυναίκας, τῆς Κυρίας Θεοτόκου, ὑψώνει τό γυναικεῖο φύλο σέ καθοριστικό παράγοντα τοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας. Πέρα ὅμως ἀπ' αὐτή τήν πραγματικότητα, τόσο ὁ ἄνδρας, ὅσο καί ἡ γυναίκα εἶναι πλασμένοι «εἰκόνα» τοῦ Θεοῦ. Τό «κατ' εἰκόνα» σύμφωνα μέ τήν πατερική σκέψη, δέ βρίσκεται στό λογικό σάν νοητική ἱκανότητα, ἀλλά σάν ἄσκηση ἐλευθερίας καί αὐτεξουσίου στό ὁποῖο μετέχει ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναίκα ἰσότιμα. Δίνοντας ἔτσι πρωταρχική σημασία, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, στήν ἐλευθερία εἶδαν καί τή γυναίκα σάν πλήρη καί τελεία εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Χαρακτηριστικά ὁ Μέγας Βασίλειος, θέτει στό στόμα τῆς ἁγίας Ἰουλίτας τά ἀκόλουθα λόγια μέσα ἀπό τά ὁποῖα ἐκφράζεται ἡ ὁμοτιμία καί ἰσοτιμία στόν ἄνδρα καί τή γυναίκα. «Ἐκ τοῦ αὐτοῦ φυράματος τοῖς ἀνδράσιν. Κατ' εἰκόνα Θεοῦ γεγόναμεν, ὡς καί οὗτοι. Ἀρετῆς δεκτικόν τό θῆλυ, ὁμοτίμως τῷ ἄρρενι, παρά τοῦ κτίσαντος γέγονε. Καί τί γάρ ἤ συγγενεῖς τοῖς ἀνδράσι διά πάντων ἐσμέν; Οὐ γάρ σάρξ μόνον ἐλήφθη πρός γυναικός κατασκευήν, ἀλλά καί «ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων». Ὥστε τό στερρόν καί εὔτονον καί ὑπομονητικόν, ἐξ ἴσου τοῖς ἀνδράσι, καί παρ' ἡμῶν ὀφείλεται τῷ Δεσπότῃ... ὅτι πρός οὐδέν ὑμῖν τῶν ἀγαθῶν τό ἐλάττωμα τῆς φύσεως ἐμποδίζει». (Εἰς τήν Μάρτυρα Ἰουλίτα 2, ΕΠΕ, τ. 7).
Ἡ ἰσοτιμία τῆς γυναίκας μέ τόν ἄνδρα εἶναι καταφανής σ' ὁλόκληρη τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία. Βέβαια ἡ ἰσοτιμία καί ἰσοτιμία τῆς γυναίκας μέσα στήν Ἐκκλησία καί κάτω ἀπό διακριτούς ρόλους, δέν θά πεῖ καί ἰσοπέδωση, ἐφόσον καί ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ, συμπορεύεται ἡ ἑνότητα μέ τήν ποικιλία μέσα στή κτίση. Εἶναι πολύ χαρακτηριστική ἐν προκειμένῳ ἡ σχετική εἰκόνα πού δίνεται ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο στό 12ο κεφάλαιο τῆς Α' πρός Κορινθίους ἐπιστολῆς: «Καθάπερ γάρ τό σῶμα ἕν ἐστι καί μέλη ἔχει πολλά, πάντα δέ τά μέλη τοῦ σώματος τοῦ ἑνός, πολλά ὄντα, ἕν ἐστι σῶμα, ... καί γάρ τό σῶμα οὐκ ἔστιν ἕν μέλος, ἀλλά πολλά. ἐάν εἴπῃ ὁ πούς, ὅτι οὐκ εἰμί χείρ, οὐκ εἰμί ἐκ τοῦ σώματος, οὐ παρά τοῦτο οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ σώματος; καί ἐν εἴπῃ τό οὗς, ὅτι οὐκ εἰμί ὀφθαλμός, οὐκ εἰμί ἐκ τοῦ σώματος, οὐ παρά τοῦτο οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ σώματος; εἰ ὅλον τό σῶμα ὀφθαλμός, ποῦ ἡ ἀκοή; εἰ ὅλον ἀκοή, ποῦ ἡ ὄσφρησις; νυνί δέ Θεός ἔθετο τά μέλη ἕν ἕκαστον αὐτῶν ἐν τῷ σώματι καθώς ἠθέλησεν. εἰ δέ ἦν τά πάντα ἕν μέλος, ποῦ τό σῶμα; νῦν δέ πολλά μέλη, ἕν δέ σῶμα... τά δοκοῦντα μέλη τοῦ σώματος ἀσθενέστερα ὑπάρχειν ἀναγκαῖά ἐστι καί ἅ δοκοῦμεν ἀτιμότερα εἶναι τοῦ σώματος, τούτοις τιμήν περισσοτέραν περιτίθεμεν, καί τά ἀσχήμονα ἡμῶν εὐσχημοσύνην περισ-σοτέραν ἔχει· τά δέ εὐσχήμονα ἡμῶν οὐ χρείαν ἔχει. ἀλλ' ὁ Θεός συνεκέρασε τό σῶμα, τῷ ὑστεροῦντι περισσοτέραν δούς τιμήν, ἵνα μή ᾖ σχίσμα ἐν τῷ σώματι, ἀλλά τό ὑπέρ ἀλλήλων μεριμνώσι τά μέλη» (Α'Κορ. 12, 12-13, 14-25). Τό σῶμα ἔχει πολλά μέλη. Ὅλα ἐπιτελοῦν κάτι τό διαφορετικό. Κανένα μέλος δέν μπορεῖ νά ὑποτιμήσει τό ἄλλο, ἤ νά πεῖ ὅτι δέ χρειάζεται τήν ὕπαρξη τοῦ ἄλλου. Βλέπουμε δηλαδή, ὅτι τό κάθε μέλος τοῦ σώματος ἔχει τήν ἀξία του, πού συνίσταται στήν ἰδιαιτερότητα καί μοναδικότητά του. Τό νά θέλουν ὅλα νά ἐκτελοῦν τήν ἴδια λειτουργία ἀποτελεῖ σύμπτωμα ἀρρώστειας. Κατά συνέπεια τά λειτουργήματα, ἀλλά καί ἡ διαφορετικότητα τοῦ ἄλλου (ἄνδρα, γυναίκας) ἡ Ἐκκλησία τά ἀντιλαμβάνεται ὄχι σάν ἐξουσία καί δύναμη, ἀλλά διακονία καί μαρτυρία.
Δέν μποροῦν ὅλα τά μέλη της νά ἔχουν μιά καί τήν αὐτή διακονία, ἀλλά ὑπάρχει ἡ ποικιλία τῶν χαρισμάτων, πού μέσα ἀπό τήν ἑνότητα καί ἀμοιβαιότητα διατηροῦν τήν ἰσορροπία καί ἰσοτιμία. Ὁ σεβασμός τῆς ἰδιαιτερότητος τοῦ καθ' ἑνός ἀποτελεῖ τή θεμελιώδη ἀρχή στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀρχή πού ὁ ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας κόσμος δέν ἀντιλαμβάνεται. Ὁ κόσμος διέπεται πράγματι ἀπό τό πνεῦμα τοῦ ἀνταγωνισμοῦ καί τῶν ἀτομικῶν διεκδικήσεων Μέ τό νά μή γίνεται π.χ. ἱερεύς, ἡ γυναίκα δέν ὑποβιβάζεται σέ ὄν κατώτερης στάθμης. Πρέπει νά σημειωθεῖ, ὅτι ἡ εἰδική ἱερωσύνη ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἱστορικῆς φανερώσεως τῆς Ἐκκλησίας δόθηκε στόν ἄνδρα, οἱ τότε ἐπικρατοῦσες συνθῆκες καί ἀντιλήψεις δέν ἐπέτρεπαν μιά ἀνάδειξη τῆς γυναίκας στό βαθμό τοῦ ἐπισκόπου, ἤ τοῦ πρεσβύτερου. Ἡ μή συμμετοχή τῆς γυναίκας στήν εἰδική ἱερωσύνη δέν ἀποτελεῖ ὑποβάθμιση. Αὐτός ὁ ἀποκλεισμός ἀπό τήν εἰδική ἱερωσύνη, ἐξισορροπεῖται ἀπό μιά ἄλλη μορφή ἱερατείας. Εἶναι ἡ ἱερουργία τῆς μητρότητος, ρόλος μοναδικός, πού ἀνήκει καθ' ὁλοκληρίαν στό γυναικεῖο φύλο. Ὁ κόσμος ὁλόκληρος, περικλείεται μέσα στήν ἀγκαλιά τῆς μητέρας. Γιατί ἐκτός ἀπό τήν κυοφορία τῆς ζωῆς, μέσα ἀπό τή μητρική ἀγκάλη μαθαίνουμε νά ζοῦμε σάν πρόσωπα, καί ὄχι σάν ἄτομα πού εἶναι τελικά αὐτονομημένες, καί ἄρα τραγικές ὑπάρξεις.
Ἤδη τό πάντιμον πρόσωπο τῆς Παναγίας εἶναι στήν ὑψηλότερη θέση ἀπ' ὅλα τά ἀνθρώπινα πρόσωπα, ἀφοῦ κατά τή γλώσσα τῆς θεολογίας, ἡ Παναγία κατέχει τά «δευτερεῖα» μετά τόν Τριαδικό Θεό μας. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ ἐξίσου ὅλες τίς γυναῖκες πού ἤ μέ τό μαρτύριο τοῦ αἵματος, ἤ μέ τήν ὁσία ζωή τους κατέκτησαν ξεχωριστή θέση στή χορεία τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας. Ἀρκεῖ νά θυμηθοῦμε τόν ἀναρίθμητο ἀριθμό γυναικῶν, πού μέ ἡρωϊσμό καί αὐταπάρνηση ἔδωσαν τό αἷμά τους σέ στιγμές καθοριστικές καί τοῦ ἀπωτάτου παρελθόντος, ἀλλά καί τοῦ πρόσφατου (Ρωσία), ἤ ἄλλοτε μέ «ταῖς ροαῖς τῶν δακρύων» τους μετέτρεψαν τό ἄγονον τῆς ἐρήμου, σέ εὔφορον ἀπό πολίστριες τῆς μοναστικῆς κονίστρας.
Ἀλλά πέρα ἀπό τίς εἰδικές αὐτές περιπτώσεις ὁ θεσμός τῶν διακονισσῶν στήν ἀρχαία ἐκκλησία προσέφερε πολλά στήν καθόλου δραστηριότητα της. Στό τότε, ἀλλά καί στό σήμερα εἶναι πολλοί οἱ τομεῖς μέσα ἀπό τούς ὁποίους δραστηριοποιεῖται ἡ γυναίκα. Ὁ τομέας τῆς φιλανθρωπίας, εἴτε σάν φιλόπτωχες ἀδελφότητες, ἤ ἐνοριακές δράσεις, στόν ἐνοριακό χῶρο σήμερα, καλύπτεται ἐξ' ὁλοκλήρου ἀπό τή φλόγα τῆς ἀγαπώσης καρδιᾶς τοῦ εὐλογημένου γυναικείου φύλου.
Ἡ Ἐκκλησία δέν κάνει διακρίσεις ἀνάμεσα στόν ἄνδρα καί τή γυναίκα. Ἐξαγιάζει τούς ρόλους τους καί τιμᾶ τήν προσφορά τους. Ἡ παραμελημένη ἀπό λαθεμένες ἀντιλήψεις καί ἑρμηνεῖες τοῦ προχριστιανικοῦ παρελθόντος γυναίκα βρῆκε τήν καταξίωση μέσα στό ἐκκλησιαστικό γεγονός. Νομίζω, ὅτι βρίσκονται ἐκτός πραγματικότητος οἱ κάποιες κραυγές, πού ἐκπορεύονται ἀπό τίς λεγόμενες «φεμινιστικές κινήσεις» γιά δῆθεν ὑποτίμηση τῆς γυναίκας ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἄν θελήσουν καί δοῦν μέ καθάριο βλέμμα τήν ἀλήθεια, ὅπως αὐτή βιώνεται μέσα στή δισχιλιετή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, θά διαπιστώσουν ὅτι ἡ γυναίκα δέν περιθωριοποιήθηκε ποτέ, ἀλλά κάτω ἀπό τή νέα πνοή τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου ὑψώθηκε καί βρῆκε τήν ἰσοτιμία καί ἰσοπορεία της μέ τό ἀνδρικό φύλο. Μέσα ἀπό τήν ἰσοτιμία αὐτή μπορεῖ πάλι τό κάθε μισό, πού ἐκφράζεται στό φύλο, νά γίνεται τό ἕνα, μέσα στή λειτουργία τοῦ προσώπου.
Κατακλείω τίς λιτές αὐτές γραμμές μέ τό λόγο τοῦ ἐθνικοῦ νομικοῦ καί ρήτορος Λιβανίου, ὁ ὁποῖος γοητευμένος ἀπό τή θυσιαστική πράξη μιᾶς νέας χριστιανῆς γυναίκας, τῆς ἁγίας Ἀνθούσης, μητέρας τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, εἶπε ἐκεῖνο τό ἀνεπανάλειπτο: «Βαβαί, οἷαι παρά χριστιανοῖς γυναῖκες εἰσίν» καί τό ὁποῖο δείχνει τό ρόλο τῆς χριστιανῆς γυναίκας στή λειτουργία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.