Τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς ἐξαγγελίας του ἀπό τό πανάγιο στόμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ μας εἶναι διαρκής πρόσκληση μετανοίας: «μετανοεῖτε καί πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ» (Μάρ. 1, 15). Ἔκτοτε ἡ θεανθρώπινη πρόσκληση γιά ἀκολουθία μαθητείας καί ζωῆς περνᾶ μέσα ἀπό τό γεγονός τῆς μετάνοιας. Ἡ μετάνοια σάν ὑπαρξιακή ἀλλαγή τῆς νοοτροπίας τοῦ κάθε ἀνθρώπου πού ἐκδέχεται τόν Ἰησοῦ Χριστό γιά σωτήρα του.
Τελικά μέσα ἀπό τή μετάνοια ἡ ὁποία εἶναι ἕνα ἠθικό γεγονός, καί ὄχι ψυχολογικό, κτίζουμε τήν ὑπαρκτική μας ἀλλοίωση σάν μεταμόρφωση τοῦ ἤθους μας. Καί μέσα ἀπό τή βίωση τῶν πραγματικῶν της διαστάσεων ἐπανευρίσκουμε τήν ἀλήθεια τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καί τήν ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ. Εἶναι χαρακτηριστικό ἐν προκειμένῳ τό σχόλιο τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ ὁμολογητοῦ: «διά τήν ἀλήθειαν ἐστιν ἡ ἀρετή, οὐ διά τήν ἀρετήν ἡ ἀλήθεια». Ἁμαρτίες, καί ἀπογοητευτικές πτώσεις, συνοδεύουν τόν μεταπτωτικό ἄνθρωπο, ἐνῶ ἡ ἐπίγνωσή τους καί ἡ ἀπαγγίστρωσή μας ἀπ' αὐτές, ἀποτελοῦν τόν τρόπο ὑπάρξεως τοῦ ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου, ἀλλά καί τό μέτρο γιά τήν ὑποδοχή τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Στό πλαίσιο ἀκριβῶς αὐτό λειτουργεῖ ἡ περίφημη παραβολή τοῦ ἀσώτου.
Ἡ ἔνταξη τοῦ ἀνθρώπου στήν ἐκκλησιαστική ζωή εἶναι μιά ἔμπρακτη φανέρωση τῆς ἀλήθειας, πού ἐκφράζει ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία, σάν ὁ ὅλος Χριστός, totus Christus, ἡ ὁποία μέ τό θεανθρώπινο χαρακτήρα της, ὁδηγεῖ ἀπό τήν ἀπογοήτευση τῆς πτώσεως, στή μεταμόρφωση τοῦ εἶναι μας καί ἀπό τήν πίκρα τῆς γεύσεως τοῦ θανάτου, στή μετοχή στό ἀνέσπερο φῶς τῆς Ἀναστάσεως.
Ὁ θάνατος μόνο μέσα ἀπό τή μετάνοια μπορεῖ νά ἀναμετρηθεῖ μέ τή χαρά Ἀναστάσεως. Ὅποιος ἐντάσσεται στήν Ἐκκλησία χρειάζεται ἔντονο πνευματικό ἀγώνα γιά νά διατηρεῖ τή ζωντάνεια πού πρέπει νά ἔχει τό ἐνεργό μέλος της. Μιά τυπική παρουσία στήν Ἐκκλησία δέν μᾶς προσφέρει τό οὐσιῶδες, πού ἀναζητᾶ ἡ καρδιά μας. Ἡ ἀληθινή μετάνοια φέρνει τήν ἐπίγνωση, ὅτι μέ τόν Θεό πού μᾶς χωρίζει ἄβυσσος, γίνεται ἡ ματαμορωτική γέφυρα γιά νά ἐπανακάμψουμε κοντά του καί ὄχι μόνο, ἀλλά καί νά ξαναντυθοῦμε τήν πρώτη στολή, πού μᾶς κάνει οἰκείους στό Θεό.
Ἡ λειτουργική περίοδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς πού τούτη τήν ἐποχή βιώνει τό πλήρωμα τῶν πιστῶν, εἶναι τοποθετημένη τόσο ἀριστοτεχνικά ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὥστε νά μᾶς θυμίζει τήν ἐγρήγορση, πού χρειαζόμαστε. Καί πού μᾶς διατηρεῖ στή συνεχή μετάνοια. Ἡ βίωση της εἶναι προσπάθεια ζωῆς γιά νά ἀποκτήσουμε τήν ἐμπειρία τῆς μεταμορφώσεώς μας.
Εὔκολα διαπιστώνουμε τή διαρκῆ προτροπή πού μᾶς ἀπευθύνει ἡ Ἐκκλησία τίς ἡμέρες αὐτές. Οἱ λειτουργικές προσευχές τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς εἶναι ἕνα κάλεσμα γιά τή βίωση τῆς μετάνοιας καί τῆς ἀποβολῆς τῆς πνευματικῆς νωθρότητος. Οἱ ὕμνοι, τά ἀναγνώσματα, οἱ γονυκλισίες, ὅλη ἡ λειτουργική ζωή βοηθάει στήν ἀλλαγή τῶν διαθέσεών μας, στή συνειδητοποίηση τῆς ἀνάγκη τῆς μετανοίας καί τῆς ἐπιστροφῆς μας στό πατρικό σπίτι, στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ Πατέρα.
Ὅλη ἡ πνευματική ἀτμόσφαιρα τῆς Τεσσαρακοστῆς στοχεύει νά μᾶς βοηθήσει νά ἐπικεντρώσουμε τή σκέψη μας ὄχι σέ κάποιες παραβάσεις ἑνός κώδικα συμπεριφορᾶς, ἀλλά στήν ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητος τῆς φύσεώς μας, τῆς πνευματικῆς μας ἔνδειας, πού ἡ ἁμαρτία σάν ἁρπακτικό ἀποστερεῖ. Μετάνοια δέν εἶναι μόνο ἁπλή παράβαση κάποιων δεοντο-λογικῶν κανόνων, ἀλλά ἀποτελεῖ τήν ἔμπρακτη ἄρνησή μας νά εἴμαστε εἰκόνα καί δόξα, δηλαδή φανέρωση τοῦ Θεοῦ.
Τό στοιχεῖο ἐκεῖνο πού κάνει τή μετάνοια πράξη ἱερή καί ἀπροσπέλαστη στά κριτήρια τῆς καθημερινῆς συμβατότητος εἶναι ἡ αἴσθηση τοῦ μεγέθους τῆς δικῆς μας ἁμαρτίας, μέ τήν αἴσθηση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ: «ἁμαρτιῶν μου τά πλήθη καί κριμάτων σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει ψυχοσώστα Σωτήρ μου». Ἡ ἀνεξιχνίαστη ἀμετρία τῶν δυό αὐτῶν ἀβυσσαλέων μεγεθῶν, ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου καί ἐλέους τοῦ Θεοῦ, ἀδιάστατα τελικά ὅρια τῆς ἀλήθειας τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ἀναδύονται μέσα ἀπό τό γεγονός, πού συνιστᾶ ἡ μετάνοια. Ἄν μάλιστα μπορούσαμε, ἔστω καί μιά φορά στή ζωή μας, νά δοῦμε τήν πραγματικότητα πού συνιστᾶ ἡ βίωση τῆς μετανοίας, τότε θά μπορούσαμε νά ἀντιληφθοῦμε, ὅτι ἀξίζει νά προσκομίσουμε τήν ἀποστοχία μας μέ τήν πράξη αὐτή στό Θεό μας, ὥστε νά γινόμαστε τό φανέρωμα τῆς θείας δόξας.
Μέσα ἀπ' αὐτό τό σωστικό δρόμο ἐπαναπροσδιορίζουμε τήν προσωπική μας ταυτότητα, πού σέ τελική ἀνάλυση εἶναι ἡ ἀποκατάσταση τοῦ «κατ' εἰκόνα» στήν προσωπική μας ζωή. Κάτω ἀπ' αὐτή τήν προοπτική, ἡ μετάνοια δέν εἶναι κάτι πού ἔχει βραχεῖα διάρκεια, ἀλλά εἶναι ἐνέργεια διά βίου, πού τελικός της σκοπός εἶναι ἡ ἐνχρίστωσή μας.
Ἡ περίοδος αὐτή πού διαρκεῖ ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή προσφέρεται γιά νά ὁδηγήσουμε τά βήματά μας στό «λόγιον» τοῦ Θεοῦ, στό ἄνοιγμα τῆς καρδιᾶς ἐξαγορεύοντες στόν πνευματικό μας πατέρα τά «κεκρυμμένα» της. Ὁ πνευματικός μας μέ τή διάκριση πού ἔχει, τήν ἀνθρωπογνωσία, καί προ πάντων χειραγωγούμενος ἀπό τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θά ψαύσει τίς σκληρυμένες ὀχυρώσεις τῆς ἀτομικῆς μας αὐτάρκειας, ἀλλά καί τούς κρυμμένους στεναγμούς τῆς καρδιᾶς μας γιά τήν ἀλήθεια τῆς ζωῆς. Ἡ ἐξαγόρευση μας στόν πνευματικό μας πατέρα γίνεται τελικά μιά ἀτέλεστη πορεία αὐτογνωσίας, καί σπουδή ἐμπειρική τῆς τραγικότητος τῆς δῆθεν αὐτάρκειας τοῦ προσώπου μας τῆς πτώσεως μας καί τῆς μεταμορφώσεώς του σέ μιά εὐφρόσυνη ἀγαλλίαση, ὅταν «τήν πανέορτον καί φωταυγήν νύκτα τῆς λαμπροφόρου ἡμέρα τῆς ἐγέρσεως Χριστοῦ» κοινωνήσουμε τό «ὑπέρ ἡμῶν ἀχθέν σφάγιον» γιά νά μήν πεθαίνουμε, ἀλλά νά ζήσουμε στόν αἰώνα.
- Ναί, «ἰδού καιρός εὐσπρόσδεκτος, ἰδού καιρός μετανοίας».