Ὁ Μέγας Κανών
Τήν πέμπτη ἑβδομάδα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς τήν ὀνομάζουμε καί ἑβδομάδα τοῦ Μεγάλου Κανόνα καί αὐτό ἐξαιτίας τῆς ψαλμωδίας τοῦ ἀριστουργηματικοῦ ὑμνογραφήματος, τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου ἐπισκόπου Κρήτης, πού λόγω τοῦ πλήθους τῶν τροπαρίων πού συνοδεύουν τήν κάθε ὠδή, ὀνομάστηκε «Μέγας Κανών». Καί στούς μέν ἐνοριακούς Ναούς ψάλλεται τήν Τετάρτη τό ἀπόγευμα, στίς δέ ἱερές Μονές κατά τόν ὄρθρο τῆς Πέμπτης, ὅπου φυσικά καί ἡ κανονική του θέση. Ἡ ψαλμωδία του τό ἑσπέρας τῆς Τετάρτης στούς ἐνοριακούς Ναούς γίνεται γιά ἐξοικονόμηση χρόνου, καί ἐπισυνάπτεται μέ τήν ἀκολουθία τοῦ Μικροῦ Ἀποδείπνου. Στίς ἱερές Μονές τό πρωί τῆς Πέμπτης μέ τήν τέλεση τοῦ ὄρθρου καί τῆς λειτουργίας τῶν Προηγιασμένων.
Γιά τό ἐκτενέστατο αὐτό ὑμνογράφημα ἔχουν γραφεῖ ἀπό ἁρμοδιοτέρους τά πρέποντα καί μιά ἐπιπλέον καταγραφή ἀποτελεῖ μιά πλεοναστική κατάχρηση, ἔτσι ἐδῶ δέν θά ποῦμε κάτι καινούργιο, πού εἶναι ἄλλωστε καί ἁρμοδιότητα τῶν ἀσχολουμένων μέ τά τῆς ὑμνογραφίας, ἀλλά παίρνοντας ἀφορμή ἀπό τήν ψαλμωδία του κατά τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, θά κάνουμε κάποιες ἁπλές νύξεις, ἀπό ἐκεῖνα πού τόσο ἁπλόχερα παραθέτει ἡ πλουσιωτάτη βιβλιογραφία.
Χρειάζεται ἐξαρχῆς νά σημειωθεῖ, ὅτι ὁ Κανόνας εἶναι ἕνα ὑμνογραφικό εἶδος, πού ἀποτελεῖται ἀπό ἐννέα ὠδές κατά τό πρότυπο τῶν βιβλικῶν ὠδῶν. Κάθε ὠδή ἀποτελεῖται ἀπό ὁμόηχα τροπάρια, πού ἔχουν ἐπικεφαλίδα τους τόν εἱρμό (ἀπό τό ρῆμα εἴρω = συνδέω, συνάπτω). Ὁ εἱρμός ἀποτελεῖ τό πρότυπο τοῦ ρυθμοῦ, τοῦ μέτρου, καί φυσικά τοῦ ἤχου τῶν τροπαρίων πού ἐπισυνάπτονται σ' αὐτόν. Κάποιες φορές δέν τηρεῖται ἀπόλυτα οὔτε ἡ ρυθμική, οὔτε ἡ μετρική προσαρμογή τῶν τροπαρίων πρός τόν εἱρμό καί αὐτές οἱ διαφοροποιήσεις ἀναπληρώνονται ἀπό τόν νόμο τῆς τονικότητος, δηλαδή τῆς ἐπεκτάσεως ἤ συμπτύξεως συλλαβῶν μέ τήν μουσική. Τά τροπάρια τοῦ Κανόνα σάν θέμα τους ἔχουν κάποιο γεγονός ἤ πρόσωπο. Συχνά μέ τό ἀρχικό γράμμα τῶν τροπαρίων δημιουργεῖται ἡ λεγόμενη ἀκροστιχίδα, πού ἀποτελεῖ τό κλειδί γιά νά ἐλεγχθεῖ ἡ ἀκεραιότητα τοῦ κανόνα. Παράλληλα ὅμως προσφέρει καί τή δυνατότητα νά καθορισθεῖ ἡ πατρότητα τοῦ ὕμνου. Στήν ἀκροστιχίδα πολλές φορές ἐκφράζεται καί κάποια θεμελιώδης δογματική ἀλήθεια. Στόν πρῶτο κανόνα π.χ. τῶν Χριστουγέννων, ὁ ποιητής Κοσμᾶς Μαϊουμᾶ ἔχει τήν ἑξῆς ἀκροστιχίδα: "Χριστός βροτωθείς ἧν ὅπερ Θεός μένῃ". Καί γιά νά μήν ἐπεκταθοῦμε σέ ἐπιμέρους ζητήματα τῶν κανόνων, πού εἶναι πολλά καί τά ὁποῖα ἐξετάζονται στά εἰδικά συγγράμματα τῆς ὑμνογραφίας, πληροφοριακά λέμε, ὅτι στούς κανόνες τῆς Παρακλητικῆς, τοῦ Πεντηκοσταρίου, τῶν Μηναίων καί τοῦ Θεοτοκαρίου, παραλείπεται ἡ β' ὠδή, ἡ ὁποία ὑπάρχει μόνο στούς κανόνες τῶν καθημερινῶν τοῦ Τριωδίου.
Οἱ κανόνες εἶναι πολλοί καί ἀνάλογα μέ τό περιεχόμενο πού ἐκφράζουν, διακρίνονται σέ διάφορα εἴδη, ἔτσι ἔχουμε τριαδικούς, ἀναστασίμους, σταυροαναστασίμους, σταυρώσιμους, θεομητορικούς, παρακλητικούς ἤ ἱκετηρίους, κατανυκτικούς καί κανόνες ἁγίων κ. ο. κ. Οἱ κανόνες πού προαναφέραμε συνδέονται κυρίως μέ δυό μεγάλες ὑμνογραφικές προσωπικότητες, τόν ἅγιο Ἀνδρέα Κρήτης καί τόν ὅσιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό.
Τοῦ Μεγάλου Κανόνα δημιουργός, ὅπως προαναφέραμε, εἶναι ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης. Ὁ Μεγάλος Κανόνας ἀποτελεῖται ἀπό 250 τροπάρια, στά ὁποῖα ἀργότερα προστέθησαν καί μερικά ἄλλα πρός τιμήν τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας καί τοῦ δημιουργοῦ τοῦ Κανόνα ἁγίου Ἀνδρέα, καί ἔτσι φθάνει τά 280. Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἀρχικά εἶχε συνθέσει τόσα τροπάρια, ὅσοι εἶναι καί οἱ στίχοι τῶν ἐννέα βιβλικῶν ὠδῶν, ὥστε κάθε στίχος νά ἀντιστοιχεῖ καί σ' ἕνα τροπάριο. Τά ἀκριβῆ περιστατικά τῆς συγγραφῆς τοῦ Μεγάλου Κανόνα δέν εἶναι γνωστά. Τό πλούσιο θεματολόγιο τοῦ Κανόνα τό ἀντλεῖ κυρίως ἀπό τήν Παλαιά καί λιγότερο ἀπό τήν Καινή Διαθήκη, καί προσπαθεῖ μέσα ἀπ' αὐτά νά διατυπώσει διδάγματα καί ἀποφυγή κάποιων περιστατικῶν πού διαδραματίστηκαν ἀπό κάποια πρόσωπα, προτροπές γιά μετάνοια πού φυσικά εἶναι καί τό κύριο μέλημα τοῦ κάθε χριστιανοῦ ἐξαιρετικά τήν περίοδο αὐτή.
Βέβαια στό συναξάριο τοῦ ὄρθρου τῆς ἡμέρας πού ψάλλεται στούς Ναούς ὁ Κανόνας, ὑπάρχει καταχωρημένος ὁ ἀποχρῶν λόγος γιά τήν ψαλμωδία του τήν ἡμέρα αὐτή. Διαβάζουμε λοιπόν τά ἑξῆς: «πᾶσαν γάρ τῆς παλαιᾶς καί νέας Διαθήκης ἱστορίαν... ἀπό Ἀδάμ δηλαδή μέχρι καί αὐτῆς τῆς Χριστοῦ Ἀναλήψεως καί τοῦ τῶν Ἀποστόλων κηρύγματος. Προτρέπεται γοῦν διά τούτου πᾶσαν ψυχήν, ὅσα μέν ἀγαθά τῆς ἱστορίας ζηλοῦν καί μιμεῖσθαι πρός δύναμιν, ὅσα δέ τῶν φαύλων ἀποφεύγειν, καί ἀεί πρός Θεόν ἀνατρέχειν διά μετανοίας, διά δακρύων καί ἐξομολογήσεως, καί τῆς ἄλλης δηλονότι εὐαρεστήσεως».
Ἀπό κάποια ὑμνογραφικά σημεῖα τῶν τροπαρίων τοῦ Κανόνα οἱ μελετητές θεωροῦν, ὅτι τό μελούργημα αὐτό συντέθηκε, ὅταν ὁ ἅγιος ἦταν σέ μεγάλη ἡλικία, ἐνῶ ὁ τόπος γραφῆς του πρέπει νά εἶναι ἡ Κωνσταντινούπολη, στήν ὁποία εἶχε βρεθεῖ ὁ ἅγιος Ἀνδρέας. Εὑρισκόμενος ἐκεἰ ἡ Πόλη εἶχε δεχθεῖ βαρβαρική ἐπίθεση ἀπό τήν ὁποία διασώθηκε μέ τήν προστασία τῆς προστάτιδός της Θεοτόκου. Αὐτό πρέπει νά συνέβηκε τό ἔτος 717, ὅταν οἱ Ἄραβες πολιόρκησαν γιά δεύτερη φορά τή Βασιλεύουσα Πόλη, τότε μετά τή διάσωση, γράφτηκε ὁ Κανόνας. Τό σχετικό τροπάριο: "Τήν Πόλιν σου φύλαττε, εὐλογημένη ἄχραντε, ἐν σοί γάρ αὕτη, πιστῶς βασιλεύουσα, ἐν σοί καί κρατύνεται, καί διά σοῦ νικῶσα, τροποῦται πάντα πειρασμόν, καί σκυλεύει πολεμίους , καί διέπει τό ὑπήκοον", τονίζει αὐτή τήν περίσταση.
Στά θέματα πού διαπραγματεύεται παρά τήν ποικιλία τους ἔχουν μιά δραματική πρωτοτυπία, ἡ ὁποία δημιουργεῖται ἀπό τή παρουσία τῶν πολλῶν βιβλικῶν προσώπων, πού μέ τρόπο δραματικό ἐμφανίζονται μέσα ἀπό τήν στιχοπλοκή τῶν τροπαρίων. Τά ὑποδείγματα πού χρησιμοποιοῦνται γίνονται προτρεπτικά ἤ ἀποτρεπτικά στή δράση τῆς ἀνθρώπινης προσπάθειας. Ὁ ἄνθρωπος εὔκολα παρασύρεται ἀπό τά θέλγητρα τοῦ κόσμου, πού μέ τρόπο ἀπατηλό τόν μαγεύουν καί θυσιάζει πλειστάκις «τά τοῦ πρώτου κάλλους πρωτοτόκια», μέ ἀποτέλεσμα νά παραδίνεται στά φιλήδονα πάθη, «ταῖς φιληδόνοις ὁρμαῖς». Ὅλα αὐτά μᾶς ξεστρατίζουν καί ὁδηγοῦν στήν ἐπικίνδυνη τάση τῆς αὐτοειδωλοποίησής μας, «αὐτείδωλον ἐγενόμην τοῖς πάθεσι τήν ψυχήν μου βλάπτων», σ' αὐτούς τούς «ληστές» πού ἐνεδρεύουν σέ κάθε βῆμα, ἄν δέν ὑπάρξει πνευματική ἐγρήγορση, τότε ἀναπότρεπτα μᾶς φέρνουν τήν πνευματική παράκρουση.
Τά τροπάρια τοῦ Κανόνα ἔχουν μιά μοναδικότητα στήν καταγραφή τῶν πολλῶν καί διαφόρων ἐπιρροῶν, πού κάνει ἡ ἁμαρτία στήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Δίκαια λοιπόν τόν ὀνόμασαν πνευματικό ψυχογράφημα στό ὁποῖο ἐμφανίζονται μέ καθαρότητα οἱ παράμετροι τῆς προσωπικῆς μας περιπέτειας. Ὁ κάθε ἄνθρωπος στηρίζεται μέσα ἀπό τήν μελέτη καί ἐμβάθυνση σ’ αὐτόν, ὥστε μπορεῖ νά ἔλθει «εἰς σεαυτόν» καί συναισθανόμενος τήν ἀλλοτριωτική ἁμαρτωλότητα, κατανοεῖ καί Θείου ἐλέους τό μέγεθος. Τά πρόσωπα τῆς μετανοίας πού καταγράφονται στίς γραμμές του μποροῦμε νά τά ἐκλάβουμε ὡς ὑποδείγματα γιά τή δική μας ἐπιστροφή εἰς τήν τρίβον τῆς μετανοίας. «Μετανοίας ὁ καιρός, προσέρ-χομαί σοι τῷ Πλαστουργῷ μου, ἆρον τόν κλοιόν ἀπ' ἐμοῦ τόν βαρύν, τόν τῆς ἁμαρτίας...», ἀνακαλύπτοντας τό ἄπειρον τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ: «Φιλάνθρωπε, ὁ πάντας θέλων σωθῆναι, σύ ἀνακέλεσαί με καί δέξαι ὡς ἀγαθός μετανοοῦντά με». Ἡ κραυγή «ἐν μετανοίᾳ με παράλαβε, καί ἐν ἐπιγνώσει ἀνακάλεσαι, μή γένωμαι κτῆμα, μή βρῶμα τοῦ ἀλλοτρίου, Σωτήρ, αὐτός με οἴκτειρον» .
Κατακλείοντας τά σκόρπια αὐτά σπαράγματα τῶν σκέψεων γύρω ἀπό τό ἐξαίσιο ὑμνογράφημα τοῦ Μεγάλου Κανόνος, καί λίγο ἀπό τήν ἔξοδο ἄς σταθοῦμε, στό περίφημο κοντάκιο: «Ψυχή μου, ψυχή μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις; τό τέλος ἐγγίζει καί μέλλεις θορυβεῖσθαι, ἀνάνηψον οὖν, ἵνα φείσηταί σου Χριστός ὁ Θεός...», στό ὁποῖο καί συνοψίζεται ἡ φιλοσοφία τοῦ ὕμνου. Τό κοντάκιο αὐτό ἀποτελεῖ μιά κραυγή τοῦ εἶναι μας, πρός τό εἶναι τῆς ὑπάρξεώς μας νά ξυπνήσει ἀπό τόν ζοφερό ὕπνο τῆς ἁμαρτίας γιά νά ἀνανήψει ἀπό τήν πνευματική ραθυμία, ὥστε «ἀναλαμβάνουσα τόν ἀγῶνα τόν καλόν» νά ἐπιτύχει τοῦ ἐλέους τῆς θείας Ἀγάπης.
- Πληροφοριακά Στοιχεία
- Εμφανίσεις: 587